- ωδικως
- ᾠδικῶς1) в форме песни
(Arph. - v. l. ὡδί πως)
2) с певческим искусством(ᾠδικώτερον ἄλλου δόξαι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arph. - v. l. ὡδί πως)
(ᾠδικώτερον ἄλλου δόξαι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ᾠδικῶς — ᾠδικός musical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek